ΚΡΕΜΑΣΤΗ ΣΑΚΚΟΥΛΑ
(Σάν πήγα νά μαζέψω τσάι τού βουνού)
Εις τήν απότομη πλαγιά Κι αρχίζει τό ξεκρέμασμα
πού μάζευα τό τσάι, μέ τέτοια μαεστρία,
μεγάλη έπαθα ζημιά λές κι ήτανε στό ψάρεμα
ο νούς δέν τό χωράει./ σέ κάποια παραλία./
Άφησα μιά ραχούλα Καθόμουν καί τόν χάζευα
στόν δρόμο γιά να βγώ, -τί έξυπνες κινήσεις-
πετάω τήν σακκούλα μέ αγωνία ανάμενα
μά σκάλωσε στόν γκρεμό./ η σακκούλα νά ''τσιμπήση''./
Όλος ο κόπος πούκανα Δέν πέρασαν πέντε λεπτά
θά πήγαινε χαμένος, μού φάνηκε σάν ψέμμα,
χώρια από τό δούλεμα καί η σακκούλα μαλακά
πού θάχα ο καημένος./ έπεσε στό ξερό τό ρέμα./
Σκέφτηκα νά καλέσω Στόν δρόμο τής επιστροφής
τήν πυροσβεστική, τό δούλεμα αρχίζει,
ή να τό αναθέσω δέν σταματάει ούτε στιγμή
εις τούς καταδρομείς./ λέει καί χαχανίζει./
Μά κάλεσα γιά ενίσχυση _Τσάι εμάζεψες πολύ
τόν φίλο Αραμπατζή, ο κόσμος λίγο πίνει.
κι αρχίζει η επιχείρηση Μήπως τ'αλοίβεις στό ψωμί;
''σακκούλα κρεμαστή''./ Θαρρείς πώς είν'θρεψίνη;/
Δύο καλάμια ένωσε Εβρήκε τώρα αφορμή
ο Σταύρος ο σοφός, εμένα νά τσιγκλάη,
στήν άκρη σύρμα έδεσε μέ μιά σακκούλα κρεμαστή
μέ γάντζο,ο τρομερός./ συνέχεια θά γελάει.
aπο